3.1. Ιζήματα σε αναμονή
Ο μεγάλος όγκος ιζημάτων, που είχε συγκεντρωθεί και εφησύχαζε στην κοίτη του χειμάρρου «Γκρανίτσα» και στην εναέρια ακτή «Πανταζή Άμμος» όπου αυτός εκβάλει, περίμενε «κάποιον» να το οδηγήσει στον φυσικό του αποδέκτη, την θάλασσα.
Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα πως δεν μπόρεσε να το πράξει το νερό της απορροής ούτε κατά τις μέγιστες βροχοπτώσεις του διαστήματος 2013-2023 και παρά το γεγονός πως το υλικό αυτό αποτελούσε σημαντικό εμπόδιο στην ελεύθερη ροή του νερού όπως αυτή είχε πριν το 2007.
Επιπρόσθετα και για το ίδιο διάστημα (2013-2023) δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο αλλαγής του υδρολογικού ισοζυγίου υπέρ της κατείσδυσης και σε βάρος της απορροής, με ανατροπή της μεταξύ τους σχέσης όπως την εκτιμήσαμε στα προηγούμενα.
Τούτο για δύο λόγους:
επειδή αυτές οι χερσαίες αποθέσεις παρεμποδίζοντας την ελεύθερη ροή του νερού το ανάγκαζαν σε αυξημένη κατείσδυση εντός των ασβεστολίθων σε βάρος της απορροής (των ασβεστολίθων που διαρρέει ο κύριος κλάδος του χειμάρρου βλ. προηγούμενα).
επειδή η αδρομερής σύσταση των αποθέσεων δεν διευκόλυνε την επιφανειακή απορροή του νερού που αυτές δέχονταν κατακόρυφα και πλευρικά, με συνέπεια να το ανάγκαζαν σε διήθηση και κατείσδυση.
Όπως και αν είχε το νερό της απορροής δεν μπόρεσε να απομακρύνει τα ιζήματα από την κοίτη του χειμάρρου και την εναέρια ακτή ώστε να τα οδηγήσει στη θάλασσα ως τις αρχές Σεπτεμβρίου του 2023 που έφθασε ο “Daniel”.
3.2. Ο “αδύναμος” χώρος υποδοχής
Από την άλλη πλευρά η υποθαλάσσια ακτή δεν διέθετε τις προϋποθέσεις να υποδεχθεί έναν τέτοιο μεγάλο όγκο υλικού χωρίς τη μετατόπιση της ίσαλου γραμμής σε βάρος της θάλασσας και υπέρ της δημιουργίας νέας ξηράς (ανεξάρτητα αν η μεταφορά και απόθεση του υλικού συνέβαινε αποσπασματικά (όπως συνέβη μεταξύ των ετών 2007-2013) ή ολοκληρωτικά όπως συνέβη με την πλημμύρα “Daniel”).
Τούτο διότι η ακτή όχι μόνο δεν διέθετε το απαραίτητο πλάτος (μόλις 725 m βλ. προηγούμενα) αλλά ούτε το απαραίτητο βάθος για την «αποθήκευση» υλικού τόσο μεγάλου όγκου.
Από τον βυθομετρικό χάρτη της περιοχής (η λήψη έγινε από https://maps.garmin.com/en-US/marine/?maps=garmin&overlay=false&key=swbx9kw3000j&heatmap=false και δική μας η προσαρμογή σε υπόβαθρο Google Earth) εκτιμάται πως η κλίση της υποθαλάσσιας ακτής (πριν την έλευση του “Daniel” και τη μετατόπιση της ακτογραμμής) ήταν μόλις 1,2% ως το βάθος του 1m (βάθος 1m σε απόσταση 82m από την ακτογραμμή) και μόλις 5% από το βάθος του 1 m ως το βάθος των 20 m (απόσταση 400 m) ή διαφορετικά το σημείο εκβολής του χειμάρρου στη θάλασσα απείχε περίπου 500 m από την ισοβαθή των 20m.
Βαθυμετρικός χάρτης

3.3. Η πλημμύρα “Daniel”
«Αυτός» που θα οδηγούσε τα ιζήματα από την ξηρά στη θάλασσα, έκανε την εμφάνισή του στις 4/09/2023. Ήταν η πλημμύρα “Daniel” και δεν ήταν απλώς μια πολύ έντονη πλημμύρα αλλά μία που συμβαίνει κάθε 200+ χρόνια. Επιπλέον είχε μεγάλη διάρκεια (04/09 ως και τις 7/09/23).
Δεν γνωρίζουμε το συνολικό ύψος βροχής που έπεσε στη λεκάνη απορροής που μελετήσαμε αλλά μπορούμε να το προσεγγίσουμε από τις καταγραφές και εκτιμήσεις των πλησιέστερων σταθμών.
Στη Μακρινίτσα (υψόμετρο σταθμού 850m) η συνολική βροχόπτωση αυτών των ημερών έφτασε τα 1235 mm (βλ. «Προλεγόμενα»). Οι βροχομετρικοί χάρτες τη θέλουν με μέση ετήσια βροχόπτωση 800mm. Επομένως η βροχόπτωση ήταν μεγαλύτερη του μέσου ετήσιου ύψους βροχής κατά 54% (συνολικά 154% της ετήσιας).
Στη Ζαγορά (υψόμετρο σταθμού 505m) oι εκτιμήσεις φέρουν τη συνολική βροχόπτωση να έφτασε τα 1096 mm στη Ζαγορά. Οι βροχομετρικοί χάρτες τη θέλουν με μέση ετήσια βροχόπτωση 900mm. Επομένως η βροχόπτωση ήταν μεγαλύτερη του μέσου ετήσιου ύψους βροχής κατά 22% (συνολικά 122% της ετήσιας).
Στη Ζαγορά επίσης μετρήθηκαν 754 mm βροχής (84% της μέσης ετήσιας τιμή) σε 21 ώρες. Από αυτά τα 528 mm (59% της μέσης ετήσιας τιμής) έπεσαν μέσα σε 10 ώρες. Σημειώνουμε πως η Deutscher Wetterdienst (DWD) αναφέρει τη Ζαγορά με μέση ετήσια βροχόπτωση «περίπου 750mm». Η τιμή είναι μάλλον υποεκτιμημένη. Θυμίζει την τιμή 779mm που δίδει η ιστοσελίδα https://www.meteoblue.com/ βασισμένη στο μοντέλο ERA5T. Το ίδιο μοντέλο θέλει τη «δική» μας λεκάνη (που έχει μέσο υψόμετρο 350m) με μέσο ετήσιο ύψος βροχής 841mm. Δηλαδή τιμή υψηλότερη της Ζαγοράς κάτι του φαντάζει αφύσικο.
Όπως και να έχει και βάση των στοιχείων από τους παραπάνω σταθμούς, πρέπει να υποθέσουμε πως σε σημαντικό βαθμό ανάλογη ήταν η πλημμύρα και στην υπό μελέτη περιοχή. Έτσι ακόμα και αν η βροχόπτωση εκείνων των ημερών δεν ξεπέρασε σημαντικά την τιμή της μέσης ετήσιας (800mm βλ. προηγούμενα) σίγουρα την άγγιξε.
Στην περίπτωση αυτή η λεκάνη απορροής εντός τεσσάρων ημερών δέχθηκε (κατ’ ελάχιστον) όγκου νερού ίσο με: VP= A · hP όπου A το εμβαδό της λεκάνης και hP το ύψος βροχής (στις ίδιες μονάδες ). A = 12,8 Km2 = 12.800.000 m2
hP = 800 mm = 0,8 m
VP = 10.240.000 m3
Αυτός ο όγκος νερού ήταν ασύλληπτα μεγάλος ώστε να τον διαχειρισθεί «φυσιολογικά» η λεκάνη απορροής με τα γεωλογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά που αναφέραμε στα προηγούμενα.
Όπως πολύ εύστοχα σημειώνεται στην ιστοσελίδα της DWD (Βλ. «Προλεγόμενα») η ξηρασία των μηνών που είχαν προηγηθεί εμπόδισε την κατείσδυση του νερού και αύξησε σημαντικά τη δυνατότητα για ζημιές. Τι υπονοεί ο συντάκτης;
Σε τέτοιες περιπτώσεις πλημμύρας μετά από παρατεταμένη ξηρασία το έδαφος σε σημαντικό βάθος από την επιφάνεια έχει χάσει τη φυσική του υγρασία και δεν βοηθάει τη διαδικασία διήθησης του νερού από την επιφάνεια προς το υπέδαφος. Παράλληλα με τα πρώτα «επεισόδια» βροχής μέρος του εδάφους αποκολλάται και αρχίζει να ακολουθεί το νερό στην πορεία του. Στην κίνησή του αυτή συναντά ρωγμές του εδάφους παγιδεύεται από αυτές και τις κλείνει παρεμποδίζοντας την παραπέρα διήθηση. Επιπρόσθετα τα αργιλικά υλικά του εδαφικού καλύμματος με τη διαβροχή διογκώνονται και σφραγίζουν κάθε ρωγμή.
Ο δρόμος είναι πλέον ανοικτός στην απορροή.
Τα αλλεπάλληλα επεισόδια βροχής δεν έδωσαν στην εξάτμιση τα απαραίτητα χρονικά περιθώρια να δράσει επαρκώς.
Για δράση της διαπνοής ούτε λόγος.
Σε κάθε τέτοιο επεισόδιο μεγάλος όγκος νερού συγκεντρώνονταν στην κοίτη κύριου κλάδου του χειμάρρου (λόγω της μικρής κλίσης του) και ανεβάζοντας τη στάθμη προσπαθούσε μαζί με το μεταφερόμενο υλικό να βρει διέξοδο προς τη θάλασσα.
Στην προσπάθειά τους αυτή νερό και μεταφερόμενο υλικό συμπαρέσυραν και το υλικό των χερσαίων αποθέσεων που επικάθονταν στην κοίτη του χειμάρρου και την εναέρια ακτή και όλα μαζί οδηγούνταν στη ρηχή θάλασσα.
Παράλληλα νερό και μεταφερόμενο υλικό δεν «παρέβλεπαν» να διαβρώσουν και τα πρανή του κύριου κλάδου του χειμάρρου και μάλιστα στις θέσεις που έβρισκαν ιδιαίτερες «αδυναμίες».
Μία τέτοια ευαίσθητη θέση ήταν το πόδι της παλιάς πολύ μεγάλης κατολίσθησης. Θα πρέπει να σημειωθεί πως σε αντίθεση με όσα περιγράψαμε για την περιορισμένη διήθηση του νερού στις άλλες περιοχές της λεκάνης απορροής (εξαιρείται επίσης το λατομείο βλ. επόμενα) στην εκτεταμένη αυτή κατολισθαίνουσα περιοχή δεν συνέβη το ίδιο. Η διήθηση ευνοήθηκε σε σημαντικό βαθμό λόγω αφενός μεν της αναμόχλευσης που είχε υποστεί από το παρελθόν η όλη μάζα της αφετέρου δε από το αδρομερές υλικό που την κάλυπτε και ανέκοπτε την ορμή των σταγόνων της βροχής. Το γεγονός είχε ως συνέπεια τη σταδιακή αύξηση του νερού εντός των πόρων αυτής της μάζας της και στη συνέχεια την αύξηση της πίεσης αυτού του νερού.
Έτσι υποσκαφές στο πόδι της από τη μία και αύξηση του νερού των πόρων από την άλλη οδήγησαν σε αλλεπάλληλες θραύσεις, αποκοπές και ολισθήσεις μαζών.
Το φαινόμενο εξελίσσονταν με ανάδρομη (προς τα πάνω) πορεία καθώς το υλικό απομακρύνονταν από τη βάση. Οι νέες ρωγμές επέτρεπαν την παραπέρα διήθηση του νερού και καθιστούσαν τις ασταθείς μάζες ασταθέστερες.


Έτσι σε κάθε επεισόδιο βροχής νέο υλικό παράγονταν και έρχονταν να προστεθεί σε εκείνο που ήδη είχε μεταφερθεί στο θαλάσσιο χώρο.
Όμως ανάλογο φαινόμενο είχαμε και στην αντίπερα όχθη του χειμάρρου λίγο πιο κοντά στην έξοδό του από τη λεκάνη απορροής.
Μια επίσης παλιά κατολισθαίνουσα περιοχή, που για πολλά χρόνια εφησύχαζε και στην οποία δεν κάναμε αναφορά στα προηγούμενα, κινητοποιήθηκε μετά από διάβρωση του ποδιού της από το νερό και το μεταφερόμενο υλικό.



Νερό και μετακινούμενο υλικό σε αιώρηση, κύλιση ή σύρση διέλυε και ρευστοποιούσε κάθε ποσότητα νέου υλικού που αποκόπτονταν από τα πρανή του χειμάρρου και ερχόταν να προστεθεί και να «ταξιδεύσει» μαζί τους.
Το μεγάλο μέρος του μείγματος νερού-ιζημάτων μετά την έξοδό του από το στενό στόμιο της λεκάνης κατευθύνονταν προς τη θάλασσα όπου τα ιζήματα εκδιώκοντας το θαλασσινό νερό δημιουργούσαν χώρο απόθεσης. Μέρος αυτού του μείγματος μη συναντώντας πλέον πλευρικά εμπόδια παροχετεύονταν και επικάθονταν περιμετρικά των προηγούμενων αποθέσεων είτε στο θαλάσσιο είτε στο χερσαίο χώρο προσδίδοντας στον σχηματισμό ένα ημικυκλικό σχήμα. Ένα σχήμα βεντάλιας (= ριπιδίου).
Η ίσαλος γραμμή αναγκάστηκε να υποχωρήσει ως και 110m ώστε να χωρέσουν τα ιζήματα στη ρηχή υποθαλάσσια ακτή. Έφθασαν δε να αγγίξουν την ισοβαθή των 3 m.
Όταν οι χερσαίες και θαλάσσιες αποθέσεις ιζημάτων, που είχαν ήδη δημιουργηθεί από αυτό το «αλλοπρόσαλλο» μείγμα, άρχισαν να παρεμποδίζουν την έλευση νέου υλικού, τότε αυτό το μείγμα και στην προσπάθειά του να βγει από τη λεκάνη, δεν δίστασε να διαβρώσει και να διανοίξει τη «στενή» έξοδο της λεκάνης αλλά και να επικαθήσει σε σημαντικό μέρος αυτής.
Ένα κτήριο, που είχε την «τύχη» να βρίσκεται κοντά, εξαφανίσθηκε από προσώπου Γης (και «δορυφορικών εικόνων») μαζί με το υπόβαθρο που το φιλοξενούσε. Τη θέση του κατέλαβαν τα «αγενή» ιζήματα.


Η εξέλιξη του φαινομένου έγινε αποσπασματικά και ακολουθούσε τα επιμέρους επεισόδια των βροχοπτώσεων της όλης πλημμύρας.
Δυστυχώς η ολοκληρωτική νεφοκάλυψη της περιοχής σε όλο το διάστημα που διήρκησε η πλημμύρα “Daniel” δεν παρείχε στους δορυφόρους τη λήψη εικόνων ανακλώμενου φωτός και έτσι δεν διαθέτουμε λεπτομερή στοιχεία για μια χρονικά ακριβέστερη διερεύνηση της εξέλιξης του φαινομένου.
Σε αντίθεση με το ανακλώμενο φώς τα ραδιοκύματα έχουν την ικανότητα διέλευσης μέσω των νεφών. Έτσι «εικόνες» ραντάρ του δορυφόρου Sentinel-1 μας παρέχουν την δυνατότητα να πούμε πως το ριπίδιο είχε μορφοποιηθεί στο σύνολό του στις 7/9/23.
(Δυστυχώς ούτε «εικόνες» ραντάρ υπάρχουν πριν την ημερομηνία αυτή)

3.4. Ο ρόλος του λατομείου
Το λατομείο τόσο μετά την πυρκαγιά του 2007 όσο και κατά την πλημμύρα “Daniel” δεν φαίνεται από τις δορυφορικές εικόνες πως μετείχε σε εισφορά φερτού υλικού άξια λόγου. Αντίθετα ο ρόλος του στην ένταση της διάβρωσης ήταν μάλλον αποτρεπτικός.
Τούτου μπορεί να αποδοθεί σε δύο παράγοντες, που και οι δύο εμπόδισαν την ταχύτητα της απορροής:
- Στον αναβαθμό που δημιουργήθηκε ως συνέπεια των εξορύξεων με αποτέλεσμα την αλλαγή κλίσης της πλαγιάς.
- Στην απόθεση περιμετρικά αυτού του αναβαθμού υλικών απόρριψης αδρομερούς σύστασης που ευνοούσαν τη διήθηση.
Και οι δύο παράγοντες είτε ευνοώντας άμεσα την κατείσδυση είτε ευνοώντας την διήθηση που συνοδεύονταν από αργή πλευρική μετάγγιση μείωσαν την ταχύτητα απορροής (σε κάθε περίπτωση).
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως ο ρόλος του θα παραμείνει ο ίδιος. Σημάδια αυλακοειδούς διάβρωσης στην επιφάνεια των υλικών απόρριψης καθώς θραύσεις και ολισθήσεις δείχνουν πως το πρώιμο στάδιο διάβρωσής τους έκανε την εμφάνισή του.
3Δ θέαση του λατομείου.
Στην επιφάνεια των υλικών απόρριψης είναι εμφανή τα σημάδια ενός πρώιμου σταδίου διάβρωσης.

3.5. Εκτίμηση του όγκου των ιζημάτων
Καθώς δεν διαθέτουμε «εικόνες» των ημερών που βρίσκονταν σε εξέλιξη η πλημύρα, δεν γνωρίζουμε αν όλος όγκος από των ιζημάτων που εφησύχαζαν στην ξηρά μεταφέρθηκε στη θάλασσα και πόσος ακριβώς ήταν ο νέος όγκος που παρήχθη, ώστε να ολοκληρωθεί το αλλουβιακό ριπίδιο. Μπορούμε όμως να προσεγγίσουμε τον συνολικό όγκο των ιζημάτων, αυτών που κατέλαβαν τον θαλάσσιο χώρο και αυτών που παρέμειναν στην ξηρά.
Για το σκοπό αυτό αρχικά οριοθετήσαμε την επιφανειακή εμφάνιση των ιζημάτων στην ξηρά αλλά και την επιφάνεια που κατέλαβαν κάτω από τη στάθμη της θάλασσας (στο βαθμό που μας το επέτρεπε η παρατήρηση σε δορυφορική εικόνα).
Με εμβαδομέτρηση εκτιμήθηκε πως όλη η επιφάνεια του κατέλαβαν τα ιζήματα σε ξηρά και θάλασσα
ως την ισοβαθή των 3 m είναι εμβαδού Ε = 76.336 m2.
Οριοθέτηση ιζημάτων εντός και εκτός θαλάσσιου χώρου

Σχεδιάσαμε τη μηκοτομή του χειμάρρου από το υψόμετρο των 80m και την προεκτείναμε στο θαλάσσιο χώρο ως το βάθος των 3m (μέγιστη απομάκρυνση των ιζημάτων από την αρχική ίσαλο γραμμή) με βάση τις ισοϋψείς καμπύλες του τοπογραφικού χάρτη και τις ισοβαθείς του βαθυμετρικού (μήκος διαδρομής 592m).

Σχεδιάσαμε νέα μηκοτομή με βάση τις παρατάξεις των ιζημάτων (ευθείες που ορίζονται από τα σημεία τομής των ισοϋψών με το όριο των ιζημάτων).


Με αφαίρεση του εμβαδού των δύο τομών προκύπτει διαφορά 2760 m2.
Διαιρώντας με το μήκος 592 m. Προκύπτει μέσο πάχος ιζημάτων κατά μήκος της διαδρομής 4,7 m ή λαμβάνοντας υπόψη την κλίση 4,6 m. Είναι δε σε κάθε θέση της διαδρομής το μέγιστο ως προς τις πλευρές της.
Θεωρώντας πως το σχήμα των ιζημάτων προσομοιάζει με τριγωνικό πρίσμα αντεστραμμένο εντός της κοίτης του χειμάρρου και ορθό εκτός αυτής μπορούμε να υπολογίσουμε τον όγκο του από τη σχέση Vs = 1/2 E·υ, όπου Ε = 76336 m2 το εμβαδό των ιζημάτων και υ = 4,6 m το μέγιστο μέσο πάχος τους.
Vs= 1/2 E·υ → Vs= ½ 76.336m2 · 4,6m → Vs= 175.573 m3
Σημειώνουμε πως η εκτίμηση δεν συμπεριλαμβάνει τον όγκο του υλικού που αιωρούμενο απομακρύνθηκε σε μεγάλες αποστάσεις εντός του θαλάσσιου χώρου.
Το αποτέλεσμα είναι προσεγγιστικό και σε καμία περίπτωση δεσμευτικό. Είναι ενδεικτικό του τεράστιου όγκου των φερτών υλικών που μετακινήθηκαν το τετραήμερο που διήρκησε το ακραίο καιρικό φαινόμενο. Είναι περίπου 740 φορές μεγαλύτερο από το μέσο ετήσιο όγκο φερτών υλικών υπό φυσιολογικές συνθήκες (βλ. προηγούμενα).
Ίσως προκαλεί έκπληξη αν και η εκτίμηση έγινε με προσέγγιση προς τα κάτω. Είναι όμως η ίδια έκπληξη που θα πρέπει να ένιωσε ο επισκέπτης που γνώριζε την ακτή πριν και την είδε ξανά μετά την πλημμύρα. Δεν θα ήθελε να βρίσκονταν μάρτυρας των όσων διαδραματίζονταν σε κάθε επεισόδιο βροχής αυτού του διαστήματος. Θα του προκαλούσαν τρόμο. Τέτοιου είδους σκηνές πρέπει να αποτέλεσαν για τους αρχαίους Έλληνες ποιητές την έμπνευση να συντάξουν έπη για την «Τιτανομαχία».
3.6. Η εξέλιξη του ριπιδίου τους επόμενους μήνες
Όπως ο οικοδεσπότης παραχωρεί τη θέση που εκείνος νομίζει στον καλεσμένο του, έτσι και η θάλασσα δέχθηκε μεν τα ιζήματα αλλά εκείνη έχει τον τελικό λόγο για την ακριβή θέση που πρέπει να πάρουν.
Τους μήνες που ακολούθησαν ο κυματισμός με τη βοήθεια των ανέμων άρχισε να διαβρώνει, να μεταφέρει και να επανατοποθετεί τα ιζήματα.
Ένα χρόνο αργότερα η ακτή έχει και πάλι αλλάξει. Οι δορυφορικές εικόνες αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες των γεγονότων και των εξελίξεων.


Η ακτή θα συνεχίσει να αλλάζει οριζόντια και κατακόρυφα καθώς και άλλα ιζήματα από την ξηρά περιμένουν την «ευκαιρία» να φθάσουν στη θάλασσα αλλά και η θάλασσα έχει τους δικούς της κανόνες διευθέτησης .