Στη μικρών διαστάσεων ακτή «Πανταζή Άμμος» στο ΝΑ/κο Πήλιο (οριοθετείται από δύο βραχώδη ακρωτήρια που απέχουν μεταξύ τους μόλις 725m), όπου εκβάλει ο χείμαρρος «Ρέμα Γκρανίτσα», δημιουργήθηκε ένα μεγάλων διαστάσεων αλλουβιακό ριπίδιο από τις 04/09/2023 ως τις 07/09/2023 όσο ακριβώς διήρκησε το ακραίο κλιματικό φαινόμενο “Daniel”.
Τα ιζήματα που το δημιούργησαν ανάγκασαν τη θάλασσα να υποχωρήσει σε απόσταση ως και 110m και έφθασαν να αγγίξουν την ισοβαθή των 3m. Παράλληλα στην ξηρά κατέστρεψαν μια παρακείμενη αγροικία και έκταση καλλιεργήσιμης γης που τη φιλοξενούσε.
Η ερευνά μας έδειξε πως ο όγκος των ιζημάτων που συνολικά επικάθησαν στην ξηρά και τη θάλασσα (κατά την ελάχιστη εκτίμηση) έφθασε στα 175.573 m3.
Αυτός ο όγκος είναι εξαιρετικά μεγάλος και μάλιστα αν συγκριθεί με τη μέση ετήσια στερεοπαροχή του χειμάρρου, την οποία εκτιμήσαμε σε μόλις 238 m3, είναι 740 φορές μεγαλύτερος.
Οι αριθμοί αυτοί δεν θα πρέπει να προκαλούν έκπληξη για πολλούς λόγους.
Στο τετραήμερο που διήρκησε η ακραία κακοκαιρία, η οποία χαρακτηρίστηκε ως μία ανά 200+ χρόνια, η μικρών διαστάσεων λεκάνη απορροής του Ρέματος Γκρανίτσα (εμβαδού 12,8 Km2) δέχθηκε όγκο νερού 10.240.000 m3 (ελάχιστη εκτίμηση). Όγκος που αναλογεί σε βροχόπτωση ενός έτους.
Όπως έδειξε το ομβροθερμικό διάγραμμα που σχεδιάσαμε για την περιοχή, η βροχόπτωση αυτή ανέρχεται σε 800mm και κατανέμεται σε πολλούς μήνες (όχι βέβαια εξίσου) και κυρίως από τα μέσα Σεπτεμβρίου ενός έτους ως τα μέσα Μαΐου του επόμενου έτους. Τα κλιματικά στοιχεία μας οδήγησαν να ταξινομήσουμε τη λεκάνη απορροής στον κλιματικό τύπο Csa κατά Köppen–Geiger. Κλίμα εύκρατο με ήπιους χειμώνες, ξηρά και θερμά καλοκαίρια (το κατεξοχήν Μεσογειακό κλίμα).
Με βάση την εκτίμησή μας για το υδρολογικό ισοζύγιο της λεκάνης (με όποιο σφάλμα εκτίμησης και αν κάναμε) φαίνεται πως από τη συνολική ετήσια βροχόπτωση το 77% αναλογεί στην εξατμισοδιαπνοή, το 10% στην κατείσδυση και το 13% στην απορροή. Επομένως ετησίως απορρέει νερό όγκου 1.331.200 m3 και μάλιστα κατανεμημένο ανάλογα με την κατανομή των βροχοπτώσεων.
Αν συγκρίνουμε τον συνολικό ετήσιο όγκο απορροής με τον όγκο νερού που δέχθηκε η λεκάνη σε 96 ώρες, ο πρώτος είναι οκτώ (8) φορές μικρότερος από τον δεύτερο. Βέβαια θα μπορούσε να πει κάποιος, πως συγκρίνουμε ανόμοια μεγέθη.
Όμως στο νερό, που δέχθηκε η λεκάνη απορροής στο εξαιρετικά μικρό διάστημα των 96 ωρών, δεν πρόλαβε να δράσει επαρκώς ούτε η εξατμισοδιαπνοή ούτε η διήθηση. Το έδαφος είχε ξεραθεί και καταστεί ακατάλληλο για τη λειτουργία της διήθησης, λόγω των ξηροθερμικών συνθηκών των μηνών που είχαν προηγηθεί. Έτσι ένα ελάχιστο μόνο μέρος του νερού που δέχθηκε η λεκάνη δεν οδηγήθηκε μέσω της απορροής στη θάλασσα. Ο όγκος απορροής υπήρξε εξαιρετικά μεγάλος και άγγιξε τον συνολικό όγκο βροχής. Επομένως μπορούμε να συγκρίνουμε τα παραπάνω μεγέθη (αν και κατά τα άλλα διαφέρουν).
Η διερεύνηση των γεωλογικών χαρακτηριστικών της λεκάνης απορροής έδειξε πως διαμορφώθηκε υπό την επίδραση δύο φάσεων κανονικών ρηγμάτων πάνω σε κρυσταλλοσχιστώδεις σχηματισμούς. Σχηματισμούς ανθεκτικούς στη διάβρωση με επιφανειακή επικράτηση των σχιστολίθων έναντι των ασβεστολίθων-μαρμάρων (κατέχουν το 23% της έκτασης και εντοπίζονται κυρίως κατά μήκος του κύριου κλάδου του δικτύου απορροής).
Υπάρχουν όμως θέσεις εντός της λεκάνης που είτε λόγω έντονης τεκτονικής καταπόνησης είτε λόγω σημαντικού πάχους του μανδύα κερματισμού και αποσάθρωσης ευνοούν ερπυσμούς του μανδύα και είναι ευαίσθητες στις κατολισθήσεις. Μία μεγάλη ενεργή κατολίσθηση έκτασης 0,3 km2 εντοπίζεται στον ΒΑ/κο τομέα της λεκάνης ως συνέπεια της διάβρωσης του ποδιού της από τον χείμαρρο.
Επίσης στα νότια της κοίτης πρανή και στον ανατολικό τομέα της λεκάνης υπάρχουν «αποτυπώματα» παλαιότερων κατολισθήσεων συνέπεια της ίδιας δράσης του χειμάρρου. Δηλώνουν δε πάντα έτοιμες να ενεργοποιηθούν, όπως ακριβώς έκαναν στην περίπτωση της πλημμύρας “Daniel”.
Η ανάλυση του μορφολογικού αναγλύφου και αυτή του υδρογραφικού δικτύου έδειξαν πως η λεκάνη απορροής οφείλει το σχήμα της στη γεωτεκτονική της εξέλιξη, έχει μικρή κλίση, βρίσκεται κοντά στο μέσο ενός σταδίου ωριμότητας του «κύκλου διάβρωσης», διαρρέεται από χείμαρρο 4ης τάξης με καλά αναπτυγμένο δίκτυο (ως προς τον αριθμό των κλάδων) που παρά τη μικρή κλίση εννοεί την απορροή υπό φυσιολογικές συνθήκες. Όμως κάποιοι κλάδοι υστερούν ως προς το μήκος τους και έτσι σε πλημμυρικές βροχές η αποστράγγιση δε γίνεται φυσιολογικά. Η σχετικά χαμηλή τιμή της υδρογραφικής πυκνότητας αποδίδεται στο χαμηλό ανάγλυφο, στους υψηλούς μηχανικούς δείκτες του κρυσταλλοσχιστώδους υποβάθρου που έχουν συνέπεια την αντίσταση στη διάβρωση και στην πυκνή βλάστηση.
Όλοι οι υπόλοιποι «δείκτες» θέλουν τη λεκάνη υπό φυσιολογικές συνθήκες βροχόπτωσης και φυτοκάλυψης σχετικά ανθεκτική στη διάβρωση αλλά ευαίσθητη σε χαραδρωτική διάβρωση και κατολισθήσεις σε καθεστώς πλημμύρας. Και η πλημμύρα “Daniel” δεν ήταν οποιαδήποτε πλημμύρα.
Με βάση την υψογραφική καμπύλη του «Υψομετρικού Ολοκληρώματος» διακρίναμε εντός της λεκάνης τρεις επιφάνειες διάβρωσης διαφορετικού τύπου και έντασης. Μία σημαντικής επιφανειακής και ασθενούς χαραδρωτικής διάβρωσης, μία μέτριας επιφανειακής και χαραδρωτικής και μία σημαντικής επιφανειακής και χαραδρωτικής.
Όπως έδειξε η πλημμύρα “Daniel” η διάκριση αυτών των επιφανειών είναι στη σωστή κατεύθυνση. Η λεκάνη αντιστάθηκε σθεναρά στο δυτικό της τομέα, όμως «κατέρρευσε» στον ανατολικό και μάλιστα εντός της επιφάνειας που χαρακτηρίσαμε ως «σημαντικής επιφανειακής και χαραδρωτικής διάβρωσης». Οι τεράστιοι όγκοι νερού που συγκεντρώνονταν στην κοίτη του κύριου κλάδου (4ης τάξης) του δικτύου απορροής προσπαθώντας να βρουν διέξοδο στη θάλασσα, διάβρωσαν τα πρανή του χειμάρρου και ενεργοποίησαν παλιές κατολισθήσεις, που ως τότε εφησύχαζαν. Αποτέλεσμα είχαν την παραγωγή τεράστιου όγκου ιζημάτων, που άλλα μεταφέρθηκαν και αποτέθηκαν εντός του θαλάσσιου χώρου και άλλα παρέμειναν στην ξηρά, για να θυμίζουν το τι συνέβη.
Από την άλλη μεριά η θάλασσα ως τελικός αποδέκτης των ιζημάτων δεν διέθετε το απαραίτητο βάθος ώστε να χωρέσει τον τεράστιο όγκο ιζημάτων και να τα «κρύψει» κάτω από το νερό (μέση κλίση υποθαλάσσιας ακτής ούτε 3% στα πρώτα 110m από την αρχική ακτογραμμή).
Τους μήνες που ακολούθησαν η θάλασσα με τη βοήθεια του ανέμου διάβρωσε τον προσχωματικό σχηματισμό σε σημαντικό βαθμό με παράλληλη αλλαγή του σχήματος της παραλίας και θα συνεχίζει να το κάνει με τον τρόπο που εκείνη «ξέρει».
Μια τέτοια θεώρηση των γεγονότων παραβλέπει έναν άλλο εξαιρετικά σημαντικό παράγοντα που συνεισέφερε σε όγκο ιζημάτων που τελικά μετείχαν στη διαμόρφωση του ριπιδίου.
Αυτός ο παράγων ήταν μία πυρκαγιά η οποία στα τέλη Ιουνίου με αρχές Ιουλίου του έτους 2007 κατέκαψε ολοσχερώς τη βλάστηση εντός της λεκάνης απορροής του Ρέματος Γκρανίτσα και είχε ως συνέπεια την πυροδότηση του φαινομένου της «επιταχυνόμενης διάβρωσης».
Οι παρατηρήσεις μας έδειξαν πως από το 1945 ως το 2007 η ακτή «Πανταζή Άμμος» παρουσίαζε σταθερό σχήμα εντός των ορίων διακύμανσης της παλίρροιας και του μέγιστου κύματος.
Από το 2007 και μετά άρχισε να παρατηρείται στις δορυφορικές εικόνες μία σταδιακή διαπλάτυνση του νότιου τομέα της ακτής. Διαπλάτυνση ιδιαίτερα αισθητή μετά το 2009 και ως το 2013. Στο διάστημα αυτό και καθώς η βλάστηση απουσίαζε η απορροή οδηγούσε σε διάβρωση του γόνιμου εδάφους και μετέφερε ιζήματα ως τη θάλασσα τα οποία με τη σειρά τους εποικοδομούσαν την παραλία. Όμως η «συνήθης» απορροή δεν επαρκούσε να ωθήσει όλο το παραγόμενο ίζημα στη θάλασσα με συνέπεια μεγάλο μέρος αυτού να επικαθήσει εντός της κοίτης του χειμάρρου και στην εναέρια ακτή.
Η διαδικασία έντασης της διάβρωσης άρχισε να διακόπτεται από το 2013 ως το 2015 καθώς πλέον είχε αναγεννηθεί η βλάστηση σε σημαντικό βαθμό. Όμως όλος ο πολύ μεγάλος όγκος ιζημάτων που είχε συγκεντρωθεί στην ξηρά περίμενε μια πλημμύρα για να μεταφερθεί στη θάλασσα και η πλημμύρα αυτή τελικά ήταν ο “Daniel”.
Επομένως όλο αυτό το ίζημα συμμετείχε στη διαμόρφωση του ριπιδίου είτε αυτό μεταφέρθηκε εξ ολοκλήρου στη θάλασσα είτε μέρος αυτού παρέμεινε στην ξηρά δίδοντας στον προσχωματικό σχηματισμό την εικόνα που αποτύπωσαν οι δορυφόροι και μπορεί να δει επιτόπου ο επισκέπτης.
Επειδή η μεσογειακή βλάστηση έχει την ικανότητα να αναγεννάται σχετικά γρήγορα δεν σημαίνει πως αυτό θα γίνεται μόνιμα μετά από πυρκαγιές και επεισόδια «επιταχυνόμενης διάβρωσης».
Το γόνιμο έδαφος που διαβρώνεται και καταστρέφεται μετά από κάθε επεισόδιο πυρκαγιάς απαιτεί χιλιάδες χρόνια για να ξαναδημιουργηθεί. Επομένως αποτελεί μη ανανεώσιμο φυσικό πόρο. Τέτοιες πυρκαγιές οδηγούν σταδιακά στην υποβάθμιση της βλάστησης. Αυτή με τη σειρά της επιφέρει παραπέρα αύξηση της διάβρωσης του εδάφους και τελικά οδηγεί στην επιφανειακή εμφάνιση του βραχώδους υποβάθρου και σχεδόν πλήρη την απουσία της βλάστησης.
Τελικό αποτέλεσμα είναι η ερημοποίηση του τοπίου και σε βάθος χρόνου η μετατροπή των μικροκλιματικών αλλαγών σε γενικευμένη αλλαγή του κλίματος.
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό σύστημα πληροφόρησης για τις δασικές πυρκαγιές (EFFIS) και το Πρόγραμμα προβολής κινδύνου πυρκαγιάς (Wildfire Risk Viewer) στο Πήλιο ο δείκτης υψηλού κινδύνου ανέρχεται στο 59%, ο δείκτης μέσου κινδύνου στο 39% ενώ ο χαμηλού είναι μόλις 2%.
Βάση των παραπάνω για τη «στενή» περιοχή προτείνουμε:
Οι κάτοικοι των γύρω χωριών, οι εργαζόμενοι και οι επισκέπτες θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί σε ότι έχει να κάνει με τον κίνδυνο πυρκαγιάς και μάλιστα την ξηροθερμική περίοδο του έτους και όλο το έτος τις ημέρες που πνέουν ισχυροί άνεμοι.
Οι τοπικές αρχές και σύλλογοι (φυσιολατρικοί, πολιτιστικοί, οδοιπορικοί, κυνηγετικοί κ.λπ.) θα πρέπει να οργανώνουν εκδηλώσεις ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης κατοίκων και επισκεπτών για τις καταστρεπτικές συνέπειες των δασικών πυρκαγιών στο κλίμα και το έδαφος, το οποίο αποτελεί την πλατφόρμα της ζωής στην ξηρά και είναι μη ανανεώσιμος φυσικός πόρος. Συνέπειες που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν γνωρίζουν.
Τοποθέτηση ενημερωτικών πινακίδων για τους παραπάνω κινδύνους και όχι απλά προειδοποίησης κινδύνου πυρκαγιάς.
Οργάνωση εθελοντικών ομάδων για την προστασία του δάσους.
Ανάληψη πρωτοβουλιών από τους παραπάνω φορείς σε συνεργασία με το Δασαρχείο και τις σχολικές κοινότητες για ενημέρωση σχετικά με το φαινόμενο της «επιταχυνόμενης διάβρωσης» που οδηγεί στην ερημοποίηση των τοπίων και την κλιματική αλλαγή.
Αποφυγή εκσκαφών στα πρανή και την κοίτη του χειμάρρου. Αν είναι αναπόφευκτες τέτοιες εργασίες θα πρέπει να τις συνοδεύουν μέτρα προστασίας από τη διάβρωση και τις κατολισθήσεις.
Αποφυγή άροσης των καλλιεργειών στο μέτρο του δυνατού.
Ελεγχόμενη βόσκηση.
Υλοτομία μόνο σύμφωνα με τις οδηγίες και την άδεια του Δασαρχείου.
Δενδροφύτευση του χώρου του λατομείου όταν ολοκληρωθεί ο κύκλος εργασιών, όπως άλλωστε προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία.
Γενικότερα προτείνουμε:
Ένταξη στα σχολικά βιβλία Γεωλογίας-Γεωγραφίας χωριστού κεφαλαίου για το φαινόμενο της «επιταχυνόμενης διάβρωσης», τα αίτια πού την προκαλούν και τις συνέπειές της στο έδαφος και το κλίμα.
Ένταξη αντίστοιχης ενότητας στα προγράμματα των «Κέντρων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης».
Κατάδειξη της αναγκαιότητας έργων αποτροπής της διάβρωσης πριν και μετά από φαινόμενα πυρκαϊών.
Υποχρεωτική αναδάσωση καμμένων περιοχών.
Γενικότερες παρατηρήσεις-προτάσεις για την δορυφορική επισκόπηση:
